- ανοιγόκλεισμα
- (-ατος), το1. το ανοιγοκλείσιμο*2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.